-
1 ἐπιφοιτάω
A come habitually or in addition, ; οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες the subsequent arrivals, Id.9.28 ; ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος every new wine-jar imported, Id.3.6 ; ἐ. ἐς.. to go about to different places, Th.1.135 ; τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες visiting, invading it, ib.81 ;τὰς πόλεις Jul.Or.7.221b
: c. dat.,τοῖς θεάτροις Ael.VH2.13
.2 c. dat. pers., σπάνιος ἐ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.Am.9, etc.3 c. acc. pers., of visions, haunt, Hdt.7.16.γ, cf. 15 ; of a disease, recur, Hp.Coac. 316 ; spread, ἅπασι [ τοῖσι νεύροισι], of rheumatic pains, Aret.SD2.12 ; ἐπεφοίτα πανταχόσε he went round to every ship, Plu.Ant.65.4 in mal. part.,ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφοιτάω
См. также в других словарях:
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek