Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες

См. также в других словарях:

  • επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»